Παρασκευή 25 Μαΐου 2012

Κι ας μη σε θέλει...


Πάντα έτσι γίνεται. Έρχεται κάποιος και πιστεύεις πως θα είναι σαν τους άλλους. Περαστικός. Πιστεύεις ότι δεν θα καταφέρει να αγγίξει την ψυχή σου, τα τείχη που με τόσο κόπο έχτισες γύρω σου φαντάζουν θεόρατα, νιώθεις ασφαλής, σίγουρη. Αλλά σε κοιτάει. Σε κοιτάει και το βλέμμα του σε κάνει να πονάς. Ένας πόνος γλυκός, αλλά αβάσταχτος. Και τα τείχη γκρεμίζονται. Γρήγορα και τρομακτικά, πέφτουν όλα, ένα προς ένα, αφήνοντάς σε απροστάτευτη, ευάλωτη.
Σε κυριεύει. Κυριεύει το μυαλό σου, τις σκέψεις σου, τα συναισθήματά σου, την ψυχή σου. Κατακτάει το σώμα σου. Το άγγιγμά του σου δημιουργεί ρίγη, και τα σημάδια που αφήνει στο δέρμα σου σε γεμίζουν αυτοπεποίθηση, χαρά, μια τρελή αίσθηση ζωντάνιας. Ξαφνικά δε ντρέπεσαι, δε νιώθεις ενοχές. Τίποτα δε σ' αγγίζει. Θες να τα δείξεις παντού, να μην εξαφανιστούν ποτέ από πάνω σου.
Έτσι ξαφνικά γίνονται όλα. Μπαίνει στη ζωή σου απροειδοποίητα και σαρώνει τα πάντα, σαν ανεμοστρόβιλος, και η σκέψη ότι μια μέρα μπορεί να σταματήσει να είναι δικός σου δεν εμφανίζεται καν. Και τα πάντα γύρω σου θυμίζουν αυτόν. Θυμάσαι κάθε λεπτομέρεια για τον τρόπο που φέρεται, τον τρόπο που μιλάει, τον τρόπο που κινείται. Εθίζεσαι.
            Εθίζεσαι και μετά χάνεται. Και μένεις πίσω. Εσύ κι ένα κενό. Μια τρύπα στο στήθος, μια σφαίρα στην καρδιά, μια ακατάσχετη αιμορραγία. Μόλις φύγει, θυμάσαι τα πάντα. Κάθε του λέξη. Κάθε του κίνηση, κάθε του συνήθεια. Θυμάσαι την υφή του δέρματός του, των χειλιών του. Τη γεύση που είχαν τα φιλιά του, το άρωμά του, την απόχρωση των ματιών και των μαλλιών του, τις εκφράσεις του προσώπου του. Και προσπαθείς να τον επαναφέρεις στη ζωή μέσα από αναμνήσεις, κι από απελπισία κάνεις τα πάντα για μια γεύση από εκείνον. Όχι αυτόν, εκείνον. Γιατί είναι πλέον μακριά.
Κάνεις τα πάντα για να κάνεις τον πόνο λίγο πιο ανεκτό, για να νιώσεις λίγο πιο κοντά του. Φοράς τα ρούχα που φορούσες όταν ήσασταν μαζί. Πίνεις από το ποτήρι που είχε πιει εκείνος. Πας στα μέρη που είχατε πάει μαζί, ελπίζοντας πως θα καταφέρεις να βρεις ένα κομμάτι του, ένα θραύσμα από αυτό που ήσασταν. Μιλάς όπως μιλούσε, κινείσαι όπως κινούνταν, συμπεριφέρεσαι όπως συμπεριφερόταν. Ακουμπάς τα σημεία του σώματός σου που τα χείλη του είχαν κάψει, αφήνοντας σημάδια. Κάθε ξένος στο δρόμο είναι εκείνος, κάθε πρόσωπο και κάθε φωνή δικά του. Όχι άλλα ονόματα, μόνο το δικό του θυμάσαι. Κυριαρχεί στα όνειρά σου και η απουσία του γίνεται τρόπος ζωής.
Αυτό είναι ο έρωτας. Σε καταστρέφει, και όλοι το βλέπουν, όλοι το ξέρουν, ακόμη κι εσύ, αλλά δεν θες να ξεφύγεις. Πονάς. Ναι, πονάς τόσο, που πλέον δεν ξεχωρίζεις το σωματικό από τον ψυχικό πόνο. Δε θυμάσαι πώς ένιωθες πριν. Ένα κομμάτι σου πεθαίνει. Κι όταν κάτι πεθαίνει, δεν μπορείς να το επαναφέρεις στη ζωή. Κι ακόμη και μετά από καιρό, όταν όλα θα φαντάζουν μακρινά, ένα κομμάτι σου θα τον αναζητά. Μια φωνή μέσα στο μυαλό σου θα ψιθυρίζει τ' όνομά του, και τα δροσερά καλοκαιρινά πρωινά θα στον θυμίζουν. Όταν θα ξενυχτάς τα βράδια, βλέποντας τον ήλιο να χαράζει και να βάφει κόκκινο τον ορίζοντα, θα τον θυμάσαι, και θα σπας και πάλι σε χίλια κομμάτια. Γιατί είναι εκείνος, κι όχι αυτός. Γιατί ανήκει στο παρελθόν, στις αναμνήσεις. Γιατί ήταν ο πρώτος που κατάφερε ν' αγγίξει την ψυχή σου, ενώ οι άλλοι ακουμπούσαν μόνο το σώμα σου. Και τα σημάδια θα μείνουν. Θα είναι για πάντα στο δέρμα σου, να τα βλέπεις μόνο εσύ, και να θυμάσαι πως, όσα κρεβάτια κι αν αλλάξεις, σ' όσους κι αν δοθείς, πάντα θα ανήκεις σ' αυτόν, κι ας μη το θες, κι ας μη σε θέλει.

Δευτέρα 14 Μαΐου 2012

Some die just to live

Τα δάχτυλά μου έχουν ν' ακουμπήσουν το πληκτρολόγιο μήνες... Κι εννοώ πραγματικά. Να πληκτρολογήσω κάτι που 'χει νόημα. Πίστευα πως ποτέ δεν θα το ξανάκανα. Μου είναι πλέον τόσο δύσκολο να συντάξω έστω και μια παράγραφο. Αλλά ίσως να ήρθε η ώρα να κάνω μια προσπάθεια. 
Ταξίδεψα αυτόν τον καιρό. Περπάτησα δρόμους που δεν είχα ξαναδεί, γνώρισα σκοτεινά σοκάκια, ξέθαψα παλιά μαγαζάκια... Προσπάθησα να αλλάξω. Δεν άλλαξα. Προσπαθώ να βρω έναν τρόπο να εκφράσω αυτά που νιώθω με λέξεις, να γεμίσω αυτό το κενό πλαίσιο με προτάσεις γεμάτες νόημα, όπως έκανα άλλωτε. Δεν ξέρω αν τα συναισθήματα είναι πολύ έντονα ή αν απλά έχω χάσει την ιδιότητά μου να γράφω. Δεν ξέρω τι είναι αυτό που με κρατάει πίσω, τι με κάνει και νιώθω αυτό το απίστευτο κενό. Ή μάλλον όχι κενό. Cliche. Ας το παραδεχτούμε. Ποτέ δεν είναι κενό. Είναι πόνος. Είναι πάντα πόνος. Οξύς. Τόσο οξύς που κατατρώει τα σωθικά σου. Είναι ένα αβάσταχτο βάρος στο στήθος σου. Ένα μούδιασμα στα άκρα σου. Μια συνεχής εντύπωση ότι θα δακρύσεις, αλλά τα δάκρια σπάνια έρχονται πια. Είναι ο τρόπος που προσπαθείς να ξεγελάσεις τον εαυτό σου, αλλά ποτέ δεν τα καταφέρνεις. Μια δυσκολία στο ν' αναπνεύσεις. Οι επίπονες αναμνήσεις που έρχονται από το πουθενά και σε σπάνε σε χίλια κομμάτια. Τα χαμόγελα που φαίνονται ψεύτικα, η απεγνωσμένη ανάγκη να ξεφύγεις αλλά ο κόσμος είναι πολύ μικρός. Πήγα σε μέρη που πάντα ονειρευόμουν να πάω, όμως ο πόνος παρέμενε στο πλάι μου, πιστός συνοδός, πάντα εκεί. Στον καπνό του τσιγάρου μου, στο είδωλό μου στον καθρέφτη, ακόμη και στον ύπνο μου. 
Δεν προσπαθώ πλέον να βλάψω τον εαυτό μου. Προσπαθώ απλά να κρυφτώ πίσω από μια μάσκα. Σπάνια νιώθω σαν να ξυπνάω από λήθαργο και να βλέπω τον εαυτό μου. Σπάνιες μέρες, όπως η σημερινή. Πότε έχασα τόσο βάρος; Πότε εμφανίστηκαν όλα αυτά τα σημάδια; Το τηλέφωνό μου έχει κλείσει από μπαταρία, άραγε εδώ και πόσες μέρες; Πόσο καιρό έχω να στρώσω το κρεβάτι μου; Η πόρτα του δωματίου μου είναι πάντα κλειδωμένη. Εδώ και πόσους μήνες κάθομαι κάθε βράδυ μπροστά από μια αναμμένη τηλεόραση, με τα μαλλιά ακατάστατα και πετώντας γόπες κι αποτσίγαρα στο πάτωμα μπροστά μου, χωρίς να ξέρω καν τι βλέπω; Δεν παίρνω πια τα χάπια μου, δε θυμάμαι πόσες φορές έχω λιποθυμήσει. 
Σήμερα βγήκα έξω. Περπάτησα μέχρι την πλατεία, καπνίζοντας και πίνοντας πικρό καφέ. Είδα πρόσωπα γνώριμα. Ανθρώπους που αποκαλούσα φίλους. Τους χαμογέλασα και με κοίταξαν παραξενεμένοι. Πόσο καιρό είχα να βγω από το σπίτι; Ένιωσα δάκρια να ανεβαίνουν στα μάτια μου, να τρέχουν καυτά στο πρόσωπό μου. Ξέρω πως αύριο, ίσως μεθαύριο -ποιος ξέρει- όλα θα γίνουν όπως πριν. Θα γυρίσω στη μίζερη ρουτίνα μου. Θα χάσω άλλα δύο κιλά σε μια βδομάδα -και θα ξαναπάρω τα διπλά την επόμενη. Θα κλειδωθώ και πάλι στον κόσμο μου, την κατεστραμμένη Wonderland μου. Κι ίσως να ξαναξυπνήσω ένα καλοκαιρινό πρωινό, ενώ ο ήλιος θα χαράζει και η πρωινή αύρα θα περνάει μέσα απ' το παράθυρό μου. Ίσως να βγω στο μπαλκόνι και ν' ανοίξω τα μάτια μου, να δω τον ήλιο γι' άλλη μια φορά. Μια τελευταία φορά. Ίσως. Some die just too live... Immortality.