Κράτησα το τσιγάρο και το παρακολούθησα να καίγεται αργά, ώσπου να γίνει στάχτες, να πάψει να υπάρχει. Σκέφτηκα πως έτσι θα κατέληγα κι εγώ. Η εικόνα της μικρής φλόγας θόλωσε, καθώς τα δάκρια πλημμύρισαν τα μάτια μου. Λυγμοί. Γι’ άλλη μια φορά οι λυγμοί μ’ έπνιγαν, ο ένας μετά τον άλλον. Άφησα το τσιγάρο να πέσει στο πάτωμα… Ψιθύρισα τ’ όνομά του ξανά και ξανά… Σ’ αγαπώ. Να το θυμάσαι.