Τα δάχτυλά μου έχουν ν' ακουμπήσουν το πληκτρολόγιο μήνες... Κι εννοώ πραγματικά. Να πληκτρολογήσω κάτι που 'χει νόημα. Πίστευα πως ποτέ δεν θα το ξανάκανα. Μου είναι πλέον τόσο δύσκολο να συντάξω έστω και μια παράγραφο. Αλλά ίσως να ήρθε η ώρα να κάνω μια προσπάθεια.
Ταξίδεψα αυτόν τον καιρό. Περπάτησα δρόμους που δεν είχα ξαναδεί, γνώρισα σκοτεινά σοκάκια, ξέθαψα παλιά μαγαζάκια... Προσπάθησα να αλλάξω. Δεν άλλαξα. Προσπαθώ να βρω έναν τρόπο να εκφράσω αυτά που νιώθω με λέξεις, να γεμίσω αυτό το κενό πλαίσιο με προτάσεις γεμάτες νόημα, όπως έκανα άλλωτε. Δεν ξέρω αν τα συναισθήματα είναι πολύ έντονα ή αν απλά έχω χάσει την ιδιότητά μου να γράφω. Δεν ξέρω τι είναι αυτό που με κρατάει πίσω, τι με κάνει και νιώθω αυτό το απίστευτο κενό. Ή μάλλον όχι κενό. Cliche. Ας το παραδεχτούμε. Ποτέ δεν είναι κενό. Είναι πόνος. Είναι πάντα πόνος. Οξύς. Τόσο οξύς που κατατρώει τα σωθικά σου. Είναι ένα αβάσταχτο βάρος στο στήθος σου. Ένα μούδιασμα στα άκρα σου. Μια συνεχής εντύπωση ότι θα δακρύσεις, αλλά τα δάκρια σπάνια έρχονται πια. Είναι ο τρόπος που προσπαθείς να ξεγελάσεις τον εαυτό σου, αλλά ποτέ δεν τα καταφέρνεις. Μια δυσκολία στο ν' αναπνεύσεις. Οι επίπονες αναμνήσεις που έρχονται από το πουθενά και σε σπάνε σε χίλια κομμάτια. Τα χαμόγελα που φαίνονται ψεύτικα, η απεγνωσμένη ανάγκη να ξεφύγεις αλλά ο κόσμος είναι πολύ μικρός. Πήγα σε μέρη που πάντα ονειρευόμουν να πάω, όμως ο πόνος παρέμενε στο πλάι μου, πιστός συνοδός, πάντα εκεί. Στον καπνό του τσιγάρου μου, στο είδωλό μου στον καθρέφτη, ακόμη και στον ύπνο μου.
Δεν προσπαθώ πλέον να βλάψω τον εαυτό μου. Προσπαθώ απλά να κρυφτώ πίσω από μια μάσκα. Σπάνια νιώθω σαν να ξυπνάω από λήθαργο και να βλέπω τον εαυτό μου. Σπάνιες μέρες, όπως η σημερινή. Πότε έχασα τόσο βάρος; Πότε εμφανίστηκαν όλα αυτά τα σημάδια; Το τηλέφωνό μου έχει κλείσει από μπαταρία, άραγε εδώ και πόσες μέρες; Πόσο καιρό έχω να στρώσω το κρεβάτι μου; Η πόρτα του δωματίου μου είναι πάντα κλειδωμένη. Εδώ και πόσους μήνες κάθομαι κάθε βράδυ μπροστά από μια αναμμένη τηλεόραση, με τα μαλλιά ακατάστατα και πετώντας γόπες κι αποτσίγαρα στο πάτωμα μπροστά μου, χωρίς να ξέρω καν τι βλέπω; Δεν παίρνω πια τα χάπια μου, δε θυμάμαι πόσες φορές έχω λιποθυμήσει.
Σήμερα βγήκα έξω. Περπάτησα μέχρι την πλατεία, καπνίζοντας και πίνοντας πικρό καφέ. Είδα πρόσωπα γνώριμα. Ανθρώπους που αποκαλούσα φίλους. Τους χαμογέλασα και με κοίταξαν παραξενεμένοι. Πόσο καιρό είχα να βγω από το σπίτι; Ένιωσα δάκρια να ανεβαίνουν στα μάτια μου, να τρέχουν καυτά στο πρόσωπό μου. Ξέρω πως αύριο, ίσως μεθαύριο -ποιος ξέρει- όλα θα γίνουν όπως πριν. Θα γυρίσω στη μίζερη ρουτίνα μου. Θα χάσω άλλα δύο κιλά σε μια βδομάδα -και θα ξαναπάρω τα διπλά την επόμενη. Θα κλειδωθώ και πάλι στον κόσμο μου, την κατεστραμμένη Wonderland μου. Κι ίσως να ξαναξυπνήσω ένα καλοκαιρινό πρωινό, ενώ ο ήλιος θα χαράζει και η πρωινή αύρα θα περνάει μέσα απ' το παράθυρό μου. Ίσως να βγω στο μπαλκόνι και ν' ανοίξω τα μάτια μου, να δω τον ήλιο γι' άλλη μια φορά. Μια τελευταία φορά. Ίσως. Some die just too live... Immortality.